- ἐμπεπολίτευκεν
- ἐμπεπολί̱τευκεν , ἐμπολιτεύωto be a citizenperf ind act 3rd sgἐμπεπολί̱τευκεν , ἐμπολιτεύωto be a citizenplup ind act 3rd pl (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμπολιτεύω — ἐμπολιτεύω (AM) 1. είμαι πολίτης, αποκτώ κάπου πολιτικά δικαιώματα 2. παθ. γίνομαι δεκτός ως πολίτης 3. μτφ. μέσ. εγκατοικώ, ενυπάρχω, επικρατώ, υφίσταμαι μόνιμα («ἀφροσύνη ένεπολίτευσε τῷ ἔθνει», Ιώσηπ.) 4. συζητώ για πολιτικά 5. (αμτβ.) εισάγω … Dictionary of Greek